τρισμώδης

τρισμώδης
-ες,Ν [τρισμός]
1. αυτός που συνοδεύεται με τρισμό
2. φρ. «τρισμώδης λαρυγγίτιδα» — παιδική λαρυγγίτιδα που προκαλεί δύσπνοια, συριγμό στο στήθος και τραχύ βήχα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”